υλοτομία

υλοτομία
η
1. η κοπή των δέντρων στο δάσος: Απαγορεύεται η υλοτομία δίχως άδεια.
2. η εκμετάλλευση του δάσους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑλοτομία — ὑλοτομίᾱ , ὑλοτομία felling of wood fem nom/voc/acc dual ὑλοτομίᾱ , ὑλοτομία felling of wood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτομίᾳ — ὑλοτομίαι , ὑλοτομία felling of wood fem nom/voc pl ὑλοτομίᾱͅ , ὑλοτομία felling of wood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλοτομία — η / ὑλοτομία, ΝΑ [υλοτόμος] 1. η κοπή δένδρων από το δάσος 2. συνεκδ. το υλοτόμιο νεοελλ. η εκμετάλλευση τών δασών …   Dictionary of Greek

  • ὑλοτομίας — ὑλοτομίᾱς , ὑλοτομία felling of wood fem acc pl ὑλοτομίᾱς , ὑλοτομία felling of wood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλοτομίαν — ὑλοτομίᾱν , ὑλοτομία felling of wood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • δενδροτομία — η (AM δεντροτομία) [δενδροτομώ] το κόψιμο τών δένδρων, η υλοτομία νεοελλ. η ενίσχυση αμυντικών έργων με κορμούς δένδρων αρχ. η καταστροφή εχθρικής περιοχής που επιτυγχάνεται με το κόψιμο δένδρων …   Dictionary of Greek

  • δενδροτόμηση — η το να κόβει κανείς δένδρα, η υλοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροτομώ. Η λ. δενδροτόμησις μαρτυρείται από το 1896 στον Λαζ. Βελέλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”